πρωτεύει

πρωτεύει
πρωτεύω
to be the first
pres ind mp 2nd sg
πρωτεύω
to be the first
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ATOMUS — apud Plin. l. 12. c. 14. thuris genus est, quod et stagonia, Graeci stagoniam et atomum tali modo appellant, minorem autem orobiam. Nempe Indici thuris, de quo ibi loquitur, grana, quod magna essent, nec rotunda, ea in cubos ac tesser as divisa… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BRITANNIA — I. BRITANNIA Ducatus Galliae, peramplus et fertilis, vulgo Britaigne, qui nomen iura moresque, imo et incolas a Britannis insulanis accepit. Iulins Scal. in Urbibus: Vicit Aremoricas animosa Britannia gentes, Et dedit impositô nomina prisca iugô …   Hofmann J. Lexicon universale

  • HYMETTUS — ol. etiam Cecropius, nunc vulgo Himetto, mons Atticae, apibus, et optimi mellis copiâ abundans. Mart. l. 7. epigr. 87. cuius epigraphe de suis libris v. 8. Pascat et Hybla meas pascat Hymettos apes Idem in Xenys l. 13. Epigr. 103. cuius Epigraphe …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ηγεμόνας — ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM ἡγεμών, θηλ. ἡγεμονίς και ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, Α δωρ. τ. ἁγεμών, αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και ἡγεμών και ἡγεμόνισσα και ἡγεμόνη, δωρ. ἁγεμόνη) [ηγούμαι] 1. αυτός που ηγείται, ο ηγέτης, ο επικεφαλής 2. άρχων μιας χώρας, μονάρχης …   Dictionary of Greek

  • πρεσβεύω — ΝΜΑ, και κρητ. τ. πρειγεύω Α [πρέσβυς] 1. είμαι πρεσβευτής, εκτελώ καθήκοντα πρεσβευτή 2. έχω ορισμένη αντίληψη, ομολογώ, φρονώ, πιστεύω, παραδέχομαι 3. εκκλ. μεσιτεύω, μεσολαβώ («Παναγία Θεοτόκος πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν», Όρθρ.) αρχ. 1. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • άριστος — η, ο επίρρ. α 1. (για πρόσωπα), αυτός που εξέχει στο επάγγελμά του, που πρωτεύει, ο τέλειος: Θεωρούνταν άριστος επιστήμονας στην εποχή του. 2. (για πράγματα), αυτός που είναι πολύ εκλεκτός, υψηλής ποιότητας: Το ύφασμα αυτό είναι άριστης ποιότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άσος — ο (λ. ιταλ.) 1. ο αριθμός «ένα» στα χαρτιά, τα ζάρια και το ντόμινο: Έχω τρεις άσους. 2. η χαρτοπαιξία: Ό,τι βγάζει τ ακουμπά στον άσο. 3. αυτός που πρωτεύει σε κάτι: Στο κολύμπι είναι άσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βασιλιάς — ο θηλ. βασίλισσα 1. ανώτατος άρχοντας, ηγεμόνας: Ο βασιλιάς της Σουηδίας. 2. το θηλ., βασίλισσα η μόνη γόνιμη μέλισσα σε μια κυψέλη. 3. βασιλιάς και βασίλισσα τα σπουδαιότερα πιόνια στο σκάκι. 4. αυτός που κυριαρχεί, πρωτεύει στο είδος του: Βγήκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραβείο — το έπαθλο το οποίο δίνεται σ’ αυτούς που πρωτεύουν σε κάτι, θεσμοθετημένη τιμητική διάκριση η οποία γίνεται σε κάποιον που πρωτεύει ή αριστεύει: Του δόθηκε το πρώτο βραβείο σκηνοθεσίας. – Στην απονομή των βραβείων ήταν παρόντες πολλοί επίσημοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”